- βρομοδουλειά
- ηυπόθεση ή πράξη ανήθικη και ύποπτη: Ποτέ δεν ξέρεις τι κάνει, γιατί είναι μπλεγμένος σε βρομοδουλειές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρομοδουλειά — η 1. ανήθικη πράξη 2. ύποπτη υπόθεση με σκοτεινούς σκοπούς και ανήθικα μέσα … Dictionary of Greek
βρόμα — η 1. κακοσμία, δυσωδία 2. ακαθαρσία 3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη 4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη… … Dictionary of Greek
σκατοδουλειά — η, Ν 1. δουλειά ελεεινή, πολύ κουραστική και κακοπληρωμένη, παλιοδουλειά 2. ύπουλη και επιλήψιμη ενέργεια, βρομοδουλειά, κατεργαριά («τήν έκανε πάλι τη σκατοδουλειά του») … Dictionary of Greek
αξεσκέπαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξεσκεπάστηκε, δεν αποκαλύφτηκε: Καμιά βρομοδουλειά δεν έμεινε για πάντα αξεσκέπαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκαλώνω — ξεσκάλωσα, ξεσκαλώθηκα, ξεσκαλωμένος, 1. μτβ., αποδεσμεύω κάτι που σκάλωσε, ελευθερώνω, ξεμπλέκω: Ξεσκάλωσε από το καρφί το παλτό και το φόρεσε. 2. αμτβ., ξεφεύγω από δύσκολη θέση: Πρέπει να ξεσκαλώσω απ αυτή τη βρομοδουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τερατούργημα — το, ατος 1. έργο τερατώδες, κακοτέχνημα: Αυτή η ζωγραφιά είναι τερατούργημα. 2. πράξη ανήθικη, βρομοδουλειά: Η κλοπή είναι τερατούργημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)